- εὐομολόγητος
- εὐομολόγητος, ον,A easy to concede, indisputable, Pl.R.527b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευομολόγητος — εὐομολόγητος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραδεχθεί εύκολα, ο αδιαμφισβήτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομολογώ] … Dictionary of Greek
εὐομολόγητον — εὐομολόγητος easy to concede masc/fem acc sg εὐομολόγητος easy to concede neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)